Είμαστε ό,τι τρώμε;

Γράφει ο Φοίβος-Ιωάννης Καλδής

Είναι ευρέως αποδεκτό ότι οι επιπτώσεις της κακής διατροφής συνδέονται άμεσα με την παιδική παχυσαρκία, τα καρδιαγγειακά νοσήματα, τη χοληστερίνη και τον διαβήτη. Ωστόσο, συχνά παραβλέπεται ότι τα ανθυγιεινά στοιχεία, όπως τα λίπη, τα σάκχαρα και τα συντηρητικά που περιέχονται στα fast food, τα ενεργειακά ποτά και πολλά άλλα τρόφιμα, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση τερηδόνας στα δόντια.

Η κατάσταση της στοματικής μας υγείας, συμπεριλαμβανομένων των δοντιών και των περιοδοντικών ιστών, αντικατοπτρίζει την ποιότητα της διατροφής μας. Η μύλη των δοντιών έρχεται σε συνεχή επαφή με τα υγρά του στόματος, τα οποία εκκρίνονται από τους σιελογόνους αδένες. Το σάλιο, που αποτελείται από ιόντα, βρίσκεται σε συνεχή ανταλλαγή ιόντων με τις οδοντικές δομές. Η ισορροπία αυτή χαρακτηρίζεται από το pH του στόματος (6,8-7,2). Με την κατανάλωση οξέων ή ζυμώσιμων σακχάρων, το pH μειώνεται μεταξύ 5,3 και 5,5, το λεγόμενο «κρίσιμο pH», όπου ξεκινά η απομεταλλικοποίηση της αδαμαντίνης. Μετά από 20-40 λεπτά, το pH επανέρχεται στις φυσιολογικές τιμές του.

Αυτός ο χημικός μηχανισμός ενεργοποιείται κάθε φορά που καταναλώνουμε τροφή. Οι οδοντικοί ιστοί είναι ανθεκτικοί, αλλά η τερηδόνα αρχίζει να αναπτύσσεται μετά από επαναλαμβανόμενους κύκλους απομεταλλικοποίησης και επαναμεταλλικοποίησης. Όταν αυτοί οι κύκλοι χαρακτηρίζονται από υψηλή ένταση και συχνότητα, τα παραγόμενα οξέα οδηγούν στη βαθμιαία απώλεια οδοντικού ιστού και την αποδόμηση του οργανικού μέρους του.

Κατανοώντας τον μηχανισμό της τερηδόνας, γίνεται προφανές γιατί τα ενεργειακά ποτά, τα αναψυκτικά και οι συσκευασμένες τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη προκαλούν τερηδόνα, αποχρωματισμό των δοντιών, στοματική δυσοσμία, ουλίτιδα και, σε βάθος χρόνου, περιοδοντίτιδα.

Παρά τη σημαντική πρόοδο στην προληπτική οδοντιατρική, τη βελτίωση των προϊόντων και των υλικών καθαρισμού, την καθιέρωση τακτικών επισκέψεων στον οδοντίατρο και την κρατική υποστήριξη για την πρόληψη και θεραπεία της στοματικής κοιλότητας, η κακή διατροφή και οι ανθυγιεινές συνήθειες έχουν λάβει επιδημικές διαστάσεις. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA), το 30% των ενηλίκων (18-65 ετών) καταναλώνουν ενεργειακά ποτά. Στους εφήβους, το ποσοστό ανέρχεται στο 68%, ενώ στα παιδιά (3-10 ετών) στο 18%. Παράλληλα, το CDC (ΗΠΑ) αναφέρει ότι οι έφηβοι και οι ενήλικες καταναλώνουν ημερησίως 17 κουταλιές ζάχαρης από συσκευασμένα τρόφιμα, ποσότητα 2-3 φορές μεγαλύτερη από την προτεινόμενη από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.

Αυτά τα στατιστικά στοιχεία αποδεικνύουν την έκθεση των δοντιών και των περιοδοντικών ιστών σε δυσμενείς συνθήκες. Η ζάχαρη και οι διαβρωτικοί παράγοντες βρίσκονται όχι μόνο στα γλυκά, αλλά και σε fast food και συσκευασμένα τρόφιμα, καθιστώντας την καθημερινή μας διατροφή επικίνδυνη για τη στοματική υγεία.

Η πρόληψη των επιπτώσεων της κακής διατροφής απαιτεί διατροφική παιδεία και αλλαγή στις διατροφικές συνήθειες, με μείωση της ζάχαρης και των οξέων, καθώς και εφαρμογή συνεπούς στοματικής υγιεινής. Αυτό περιλαμβάνει τακτικές επισκέψεις στον οδοντίατρο, χρήση φθοριούχου οδοντόκρεμας, βούρτσισμα δύο φορές την ημέρα και χρήση φθοριούχων στοματικών διαλυμάτων.

Τελικά, είμαστε ό,τι τρώμε; Η απάντηση φαίνεται να είναι «ναι». Η ανθυγιεινή διατροφή αντικατοπτρίζει χαμηλό βιοτικό επίπεδο και παραμέληση της αυτοφροντίδας. Οι συνέπειες της κακής διατροφής εμφανίζονται στο σώμα, το στόμα και την ψυχολογία μας. Η διατροφική παιδεία και η υιοθέτηση συνηθειών στοματικής υγιεινής αποτελούν τα μόνα μέσα για την προστασία και διατήρηση της οδοντικής και περιοδοντικής υγείας.

Previous
Previous

Οι Συνήθειες που Καταστρέφουν τα Δόντια

Next
Next

Οδηγός Στοματικής Υγείας για Εγκύους: Προστάτεψε το Χαμόγελό σου και το Μωρό σου